- χρίση
- [-ις (-εως)] η1) намазывание; смазывание; 2) церк. помазание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρίση — η / χρῑσις, ίσεως, ΝΜΑ [χρίω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χρίω, επίχριση, επάλειψη 2. επίσημη ανακήρυξη αξιωματούχου, αναγόρευση, ιδίως ηγεμόνα ή επισκόπου νεοελλ. 1. εκκλ. επάλειψη με άγιο μύρο, χρίσμα 2. μτφ. διορισμός αρχ. χρωματισμός… … Dictionary of Greek
χρίση — η 1. επάλειψη. 2. στην εκκλησιαστική γλώσσα, η επάλειψη με το άγιο χρίσμα, μύρωση. 3. θρησκευτική τελετή, κατά την οποία χρίζονταν οι επίσκοποι και οι βασιλιάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρίσῃ — χρί̱σῃ , χρίω touch the surface of a body slightly aor subj mid 2nd sg χρί̱σῃ , χρίω touch the surface of a body slightly aor subj act 3rd sg χρί̱σῃ , χρίω touch the surface of a body slightly fut ind mid 2nd sg χρί̱σηι , χρῖσις smearing fem dat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste der griechischen Vornamen — Dies ist eine Liste heute gebräuchlicher griechischer Vornamen. Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft griechischer Vornamen 2 Kurz und Kosenamen 2.1 Bildung der Kurznamen 2.2 Koseformen 2.3 Kurzformen der Koseformen … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Vornamen — Dies ist eine Liste heute gebräuchlicher griechischer Vornamen. Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft griechischer Vornamen 2 Kurz und Kosenamen 2.1 Bildung der Kurznamen 2.2 Koseformen … Deutsch Wikipedia
έγχρισις — ἔγχρισις, η (Α) 1. χρίση, τρίψιμο 2. ελαφρό τραύμα, αμυχή … Dictionary of Greek
ελαίωση — η (Α ἐλαίωσις) νεοελλ. 1. χρίση, επάλειψη με λάδι, λάδωμα 2. ναυτ. η αναταραχή τών υδάτων προς το προσήνεμο τού πλοίου που ελαττώνει την ταχύτητά του περιμένοντας βελτίωση τού καιρού αρχ. 1. θεραπεία με λάδι 2. (αλχημ.) μετατροπή τής συστάσεως… … Dictionary of Greek
χρίσιμος — ον, ΜΑ [χρῑσις] ο κατάλληλος για χρίση … Dictionary of Greek